μεσίτευση

μεσίτευση
[-ις (-εως)] η см. μεσιτεία 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεσίτευση" в других словарях:

  • μεσιτεύσῃ — μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω act as arbiter aor subj mid 2nd sg μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω act as arbiter aor subj act 3rd sg μεσῑτεύσῃ , μεσιτεύω act as arbiter fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»